Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

«Τα πρόσωπα της μητέρας»


Oμιλία από τον Διευθυντή του 2ου Δημοτικού Σχολείου Κολινδρού κ. Δημ. Χλεμέ
Θα ξεκινήσω την ομιλία μου μ’ ένα ποίημα του εθνικού ποιητή της Παλαιστίνης Μαχμούντ Νταρουίς που λέει:

Μου λείπει το ψωμί της μάνας μου
Ο καφές της μάνας μου
Το άγγιγμά της φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου αναμνήσεις
Μέρα τη μέρα πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου
Την ώρα του θανάτου μου πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου
Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου
Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη
Που την αγίασαν τα βήματά σου
Δέσε μας μαζί
Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου
Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά σου,
Μπορεί να γίνω αθάνατος
Μπορεί να γίνω Θεός
Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου.
Αν καταφέρω και γυρίσω
Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου
Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην ταράτσα του σπιτιού σου.
Δίχως την ευχή σου είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ.
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί
Για να βρω με τα χελιδόνια το δρόμο πίσω στην άδεια σου αγκαλιά.
   Ήρθε για άλλη μια φορά η ώρα, να αποδώσουμε τον ετήσιο φόρο τιμής στα πιο μυστηριώδη, θαυμάσια και παντοδύναμα από τα πλάσματα, στις μητέρες. Και είναι ιδιαίτερα ευχάριστη συγκυρία που εδώ στον Κολινδρό με πρωτοβουλία των δύο ενοριών και των δημοτικών σχολείων, γιορτάζεται κάθε χρόνο τέτοια εποχή η χριστιανική γιορτή της μάνας και της Παναγιάς.   
   Βέβαια είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσεις για ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφτεί εκατοντάδες χιλιάδες κείμενα. Το περίεργο όμως είναι ότι ποτέ δεν εξαντλείται και πάντα υπάρχει κάποια προσωπική νότα να προσθέσει κανείς σ’ αυτήν την ημέρα υπακούοντας στην παροιμία, που λέει ότι «μόνο ό,τι λέγεται με αγάπη θ’ ακουστεί», γιατί η αγάπη αυτή εκφράζει την αδιάψευστη αλήθεια, πως το καλό, δεν είναι μόνο οι αισθητικές επινοήσεις, δηλαδή ένας στείρος αισθητισμός, καμωμένος για λίγους (ελίτ). Είναι επίσης το ουσιαστικό καλό και ολόκληρη η αλυσίδα των αρετών.
   H «μάνα» σαν έννοια στην Eλλάδα, κατείχε ανέκαθεν μια υψηλή θέση στα ιδεώδη της ελληνικής κοινωνίας:  η μητέρα συμπαραστάτης στους αγώνες των παιδιών της, της οικογένειάς της,  της πατρίδας της. Σύμβολο συχνά της αυτοθυσίας και της καρτερίας, η «ελληνίδα μάνα» έχει περάσει από την πεζή πραγματικότητα, σε μια υψηλότερη σφαίρα ιδανικών.
    Μάνα, μητέρα, μαμά, όπως και να ονομαστεί αποτελεί την γλυκύτερη έκφραση, την προσωποποίηση της αιώνιας δημιουργίας, την τροφό που ανέδειξε και αναδεικνύει την εξέλιξη της ζωής. Γιατί η μητέρα είναι ο άνθρωπος που πολλές φορές μεταμορφώνεται σε κόλλα και κρατάει ενωμένη την σύγχρονη οικογένεια.
   Ο καθένας από εμάς είχε ή έχει μια μητέρα. Η μητέρα μας είχε μια μητέρα και η μητέρα της μητέρας μας είχε μια μητέρα. Δικαιολογημένα λοιπόν, η γιορτή της μητέρας να ξεκινά από την Αρχαία Ελλάδα. Στην Αρχαία Ελλάδα, ήταν γιορτή της άνοιξης όπου λατρευόταν η Γαία, η μητέρα Γη, μητέρα όλων των θεών και ανθρώπων. Αργότερα, τη θέση της πήρε η κόρη της η Ρέα η σύζυγος του Κρόνου, μητέρα του Δία και θεά της γονιμότητας. Δίκαια ονόμαζαν οι αρχαίοι τη γη μητέρα, αφού την ποδοπατάμε κι αυτή συνεχίζει να μας δίνει τους καρπούς της.
   Η γιορτή όμως δεν σταματά σε εκείνα τα χρόνια. Το 1600 μ. Χ. συναντάμε την «Κυριακή της Μητέρας» στην Αγγλία, όπου οι ευγενείς είχαν αφιερώσει την τέταρτη Κυριακή της Σαρακοστής προς τιμήν της μητέρας, δίνοντας μια ολόκληρη ημέρα άδεια στους υπηρέτες τους για να επιστρέψουν στα σπίτια και γιορτάσουν με τις μητέρες τους.
    Καθώς ο χριστιανισμός εξαπλώνεται στην Ευρώπη, η γιορτή μεταβλήθηκε προς τιμή της «Μητέρας Εκκλησίας» αλλά με τον καιρό οι δύο έννοιες έγιναν μια με αποτέλεσμα ο κόσμος να τιμούσε ταυτόχρονα την μητέρα και την εκκλησία. Η καθιέρωση παγκόσμιας γιορτής  της μητέρας οφείλεται στην Άννα Τζάβρις, η οποία θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη της μητέρας της ξεκίνησε το 1907 στην Αμερική μια παγκόσμια εκστρατεία για να καθιερωθεί επίσημα η γιορτή της μητέρας. Η προσπάθεια της είχε μεγάλη απήχηση και έτσι καταφέρνει να οριστεί ο εορτασμός κάθε δεύτερη Κυριακή του Μάη.
   Στη χώρα μας γιορτάστηκε για πρώτη φορά η Ημέρα της Μητέρας στις 2 Φεβρουαρίου 1929, τοποθετήθηκε την ημέρα αυτή θέλοντας να συνδυάσει τη Γιορτή της Μητέρας με τη χριστιανική γιορτή της Υπαπαντής. Τελικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60 μεταφέρθηκε από τις 2 Φεβρουαρίου στη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου.
   Τη μητέρα λοιπόν τιμούμε κι εμείς σήμερα! Γιορτή της παντοτινής και αγνής αγάπης, της αφοσίωσης, της στοργής και της θυσίας. Είναι η ημέρα που συνηθίζαμε ή συνηθίζουμε να δείχνουμε την αγάπη μας με διάφορα συμβολικά δώρα όπως ευχετήριες κάρτες με προσωπικά μηνύματα ή μικρά ποιηματάκια, διάφορα χειροποίητα αντικείμενα, μα πάνω από όλα λουλούδια γιατί ενώ αποτελούν ένα υπέροχο δημιούργημα της φύσης συγχρόνως, απευθύνονται στη μητέρα που είναι η προσωποποίηση της φύσης και της γονιμότητας.
   Γιορτάζοντας την μητέρα, τιμούμε το ανθρώπινο γένος. Εκφράζουμε κατά τον καλύτερο τρόπο την ευγνωμοσύνη μας για την ζωή που χαρίζει, τις θυσίες που κάνει και για όλα αυτά που συμβολίζει. Ακόμα και ο ίδιος ο Θεός επισημαίνει την βαθιά εκτίμηση, τον σεβασμό και την βοήθεια που οφείλουμε στους γονείς και ιδιαίτερα στην μητέρα με την Πέμπτη εντολή του: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, για να γίνεις μακροχρόνιος πάνω στη γη, που σου δίνει ο Κύριος ο Θεός σου».
  O «Yιός του Θεού» καταδέχτηκε να γεννηθεί από μια επίγεια μάνα, την «ακατηγόρητη» κόρη του Iωακείμ και της Άννας.
  O ίδιος ως Θεάνθρωπος, κατά την επίγεια δράση Tου, παρέμεινε υπάκουος  επί τριάντα ολόκληρα χρόνια στη γυναίκα Mαριάμ, τη μητέρα Tου. Έκανε το πρώτο Tου θαύμα στο γάμο της Kανά, επειδή Tου το ζήτησε η μάνα του, η Παναγία. Από τότε ο «ρόλος» ο κορυφαίος ίσως, που η Μάνα του Χριστού έχει «αναλάβει» και με τον πιο στοργικό τρόπο φέρνει σε πέρας, είναι να καταλαγιάζει την ψυχή όσων προστρέχουν σε αυτή, τους βοηθά να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, τους δίνει με τον πλέον κατανοητό και ανθρώπινο τρόπο δύναμη εσωτερική, κάνοντας αισθητή την παρουσία της δίπλα τους –εάν πράγματι της απευθύνονται με πίστη.
   Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, όταν ζητούν εξ ύψους βοήθεια και ειδικά όταν είναι αρνητικά αιφνιδιασμένοι από ένα γεγονός, η πρώτη φράση που έρχεται στο στόμα τους είναι «Παναγιά μου». Αναζητούν δηλαδή την «θνητή» μητέρα και όχι τον Θεό υιό της. Αυτός ο ρόλος είναι πράγματι ξεχωριστός και ο δημιουργός τον ανέθεσε σε μια γυναίκα γιατί η γυναίκα βρίσκεται πολύ πιο κοντά από τον άνδρα στη δημιουργία, αφού αυτή εκκολάπτει στα σπλάχνα της και φέρνει στον κόσμο την ζωή. Αυτή που γεννά τον άνθρωπο είναι σαφές ότι είναι κοντά σε αυτόν, συνομιλεί μαζί του, γίνεται μεσήτρια, βοηθός και συμπαραστάτης του, τον καταλαβαίνει, τον πονά.
   Kαι αυτός -ο άνθρωπος- αυτήν αναζητά όποτε έχει ανάγκη, αυτήν εμπιστεύεται. Ο λαός αποκαλεί την Παναγία μάνα, μάνα τη λέει, μάνα την υπολογίζει, μάνα τη φωνάζει γιατί και οι δύο καταλαβαίνουν, συγχωρούν, νοιάζονται.
   Είναι η Παναγία η Μάνα του, που εκφράζεται μέσα στην καθημερινότητα από την κάθε μάνα, η οποία στο δικό της μικρόκοσμο γίνεται η καθημερινή κλίμακα ανύψωσης  του δικού της δημιουργήματος. Να λοιπόν γιατί δεν αναζητούμε το Θεό υιό αλλά τη μάνα του στις δυσκολίες μας, να γιατί όταν, από μικρά παιδιά πέφτουμε και χτυπάμε, κλαίγοντας φωνάζουμε «μάνα» και όχι «πατέρα».
  Τι τεράστιος «ρόλος» πράγματι και πόσο πολύμορφος και πολυδιάστατος, παρά το γεγονός ότι δεν είναι «ευκόλως διακριτός», εάν δεν τον αναζητήσεις, εάν δεν τον ψάξεις που λέει και ο λαός. Η Μάνα Παναγία είναι το παντοτινό σκαλοπάτι που πατάει ο άνθρωπος για να βρει τον κατ' εικόνα και ομοίωση δημιουργό του. Παράλληλα η Μάνα Παναγιά είναι το πρότυπο, η «ομπρέλα», το καθημερινό σημείο αναφοράς για κάθε γυναίκα την οποία προστατεύει, προτρέπει, της ανοίγει το δρόμο, την καθοδηγεί στον μοναδικό δικό της ρόλο που την ανυψώνει μέσα στην κοινωνία, τη φέρνει δικαιωματικά πάνω από τον άνδρα και το δικό του ρόλο, αναδεικνύοντας τη σημαντικότητά της, όχι μέσα από φεμινιστικά και άλλα κοσμικά κινήματα, αλλά μέσα από την καθημερινή πραγματικότητα της ζωής.
   Η Παναγία-μάνα είναι η κλίμακα ανάμεσα σε γη και ουρανό που σώζει τον άνθρωπο. Η απλή μάνα γίνεται και αυτή το σκαλοπάτι για το παιδί της με στόχο την επίγεια και επουράνια αναζήτηση, με υγιή δεδομένα που η ίδια καλλιεργεί στο δημιούργημά της. Γίνεται επομένως ο στυλοβάτης της κοινωνίας και δεν χρειάζονται άλλου είδους καταξιώσεις για να διεκδικήσει την κορυφή που ήδη της έχει προσφέρει ο δημιουργός και στην οποία έχει τον θρόνο της μια θνητή γυναίκα, μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, που είχε όμως το προνόμιο να γεννήσει έναν Θεό, αναλαμβάνοντας την υψηλή αποστολή και τον άνθρωπο να βοηθά στην προσπάθεια σωτηρίας του και την κοινωνία να διαμορφώνει σωστά διαχέοντας διακριτικά το πρότυπό της στην επίσης θνητή γυναίκα – μάνα.
   Έτσι, η Μάνα είναι το παγκόσμιο σύμβολο της ενότητας, της αγάπης, της συμπάθειας και της συγνώμης. Χαρακτηρίζεται από τη δύναμη της αγάπης και την ομορφιά της συγνώμης και αποτελεί την βάση της ανθρώπινης ζωής και ευτυχίας.
   Η μητέρα είναι το πολυτιμότερο και ωραιότερο πλάσμα στο οποίο όλοι χρωστάμε την ύπαρξη και την δημιουργική πορεία μας. Η μητέρα είναι εκείνη η ανάσα που αγωνιά και αφουγκράζεται κάθε στιγμή, κάθε ώρα, κάθε λεπτό το σπλάχνο το δικό της και μπορεί να καταλάβει τα παιδιά όλου του κόσμου. Είναι η κελαριστή βρύση αφού εμείς ξεδιψάμε με το νερό της 
  Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από τον Καζαντζάκη, το οποίο συμπεριλαμβανόταν και σε παλαιότερα αναγνωστικά του Δημοτικού:
«Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο·
καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ’ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
 Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε.
Αγαπούσα πού τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου·
δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
- Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω
από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και   ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με
φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
   Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ’χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
   Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του καναρινιού. Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ’χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
   Μπορεί και να ’ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε το παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου· κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει.»
  Η ζωή μας είναι γεμάτη από δυσκολίες, εμπόδια, αποτυχίες, ατυχήματα αλλά και καλές στιγμές. Σε κάθε μια από αυτές, χωρίς να το θέλουμε αυτή ακριβώς η λέξη Μάνα έρχεται στο στόμα μας. Αυτή στις καλές στιγμές μας αυτή και στις δύσκολες. Αυτή στις χαρές αυτή και στις λύπες. Είναι λοιπόν αλήθεια αυτό που υποστηρίζει μια ξένη  παροιμία αναφέροντας πως ο Θεός δεν μπορούσε να βρίσκεται παντού για αυτό δημιούργησε τις μητέρες.
   Πόση στοργή, πόση αγάπη διακρίνουμε στο πρόσωπο της; Πως είναι λοιπόν δυνατόν να μην είναι αγιασμένο το όνομα της; Αν έχουμε κάτι ιερό και ωραίο στην ζωή μας είναι η μάνα. Όλα τα στάδια της ζωής μας έχουν μέσα το όνομα της μάνας, σαν φυλακτό. Αρκεί μονάχα να σκεφτούμε ποια είναι η πρώτη λέξη που ψιθυρίζουμε. Και όταν γεράσουμε πάλι την μάνα ζητάμε σαν να είμαστε μικρά παιδιά. Η λέξη μάνα είναι η πρώτη και η τελευταία που βγαίνει από τα χείλη μας. Μ’ αυτή γεννιόμαστε, μ’ αυτή θα πεθάνουμε. Κι είμαστε δικαιολογημένοι γιατί ποιον άλλο αισθανθήκαμε τόσο κοντά στη ζωή από τη μάνα;
    Στη σημερινή εποχή μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η μητέρα είναι ισότιμη σε κάθε επίπεδο με τον πατέρα, είναι μορφωμένη, εργαζόμενη και ελεύθερη για τις επιλογές της μέσα αλλά και έξω από την οικογένεια. Παρόλα αυτά στο σημερινό αφιέρωμα στο πρόσωπο της Μητέρας μπορούμε να διατυπώσουμε και πολιτικά μηνύματα. Ολοένα και περισσότερες γυναίκες αναβάλουν τη μητρότητα, δυσχεραίνονται από τους εργοδότες τους στο ζήτημα των αδειών ανατροφής, περνούν όλο και λιγότερες ώρες με τα παιδιά τους λόγω του υπέρογκου εργασιακού φόρτου που επιβάλλει ο "υγιής ανταγωνισμός" ενός αρρωστημένου  τρόπου οργάνωσης της παγκόσμιας οικονομίας. Αγωνίζεται για να επιλύσει ακόμα περισσότερα προβλήματα πέρα από την γέννηση και την διαπαιδαγώγηση των παιδιών όπως θέματα διαβίωσης, κοινωνικής συμπεριφοράς, αξίες και άλλα ανάλογα με τη χώρα που κατοικεί.
    Υπάρχουν στιγμές που στέκεται αβοήθητη ανάμεσα σε οικογένεια, σύζυγο, παιδιά, την φροντίδα των γονιών και των πεθερικών της, την καριέρα της, χωρίς ουσιαστικά κανείς να μπορεί να την βοηθήσει.
    Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις που πολύ συχνά γίνεται θύμα κακοποίησης μέσα στην ίδια την οικογένεια, που υποχρεώνεται να μεγαλώσει μόνη τα παιδιά της χωρίς την παρουσία του πατέρα, παλεύοντας να διαφυλάξει τους καρπούς της από τους πολλαπλούς κινδύνους της δύσκολης εποχής που διανύουμε χωρίς καμία βοήθεια, κρατική συνδρομή και οικονομική ενίσχυση. Ένας διαρκής αγώνας, γεμάτος εμπόδια και άνευ συμμαχίας. Ακούγεται άδικο και προσπαθώ να φανταστώ πόσο δύσκολος είναι αυτός ο αγώνας και τι θα ήταν αυτό που θα βοηθούσε όλες εσάς που αγωνίζεσθε για να υπερασπιστείτε και να κρατήσετε αναλλοίωτο το ανθρώπινο είδος.
    Η Γιορτή της Παναγίας και της Μητέρας και φέτος γιορτάζεται μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας για την ίδια, τα παιδιά της και την οικογένειά της. Η σύγχρονη Ελληνίδα πλήττεται από την ανεργία που είναι υπερδιπλάσια από αυτή των ανδρών και βλέπει το όνειρο της μητρότητας -ιερό για κάθε γυναίκα- να γίνεται όλο και δυσκολότερο. Οι γάμοι μειώνονται, οι γεννήσεις μειώνονται ενώ τα διαζύγια αυξάνονται.
   Σήμερα δυστυχώς η Ελληνίδα μητέρα νοιώθει ότι είναι εγκαταλελειμμένη στην τύχη της. Αυτό που πρέπει να γίνει, όχι μόνο πια στα λόγια, αλλά και στην πράξη, είναι να αναγνωριστεί ο ρόλος της ελληνίδας μητέρας στην ελληνική κοινωνία. Έτσι ώστε να γιορτάζουμε την Μητέρα όπως της αξίζει, δηλαδή κάθε μέρα και όχι μόνο μια ή δύο φορές το χρόνο.
Κυρίες και κύριοι, αγαπητές μητέρες   
   Ο τόπος αυτός έχει αποκτήσει πλέον υπόσταση στην κοινωνική συνείδηση και τη θρησκευτική παράδοση σαν τόπος με τον οποίο συνδέονται οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις της μητρότητας, ενσωματωμένες πια στην εμπειρία του χώρου. Ενός χώρου που δεν έπαψε εδώ και αιώνες να κυριαρχείται από την ψυχή της Παναγιάς.
   Ενός χώρου που γίνεται πέπλος ευγνωμοσύνης, ελπίδας και πίστης που υφαίνει  εικόνες ανάλαφρες, σαγηνευτικές για την Μάνα-Παναγιά. Ενός χώρου που μας απογυμνώνει με τη βαθιά του ειλικρίνεια και αναδύει με τρόπο μοναδικό πρωταρχικά συναισθήματα μεταφέροντάς μας σε μητρικές αγκαλιές αθώες μυστηριακές, τρυφερές, εκεί που κάποτε ήταν η αρχή μας.
Και όπως λέει ένα παλιό ποντιακό τραγούδι:
Όταν γερνάει η μάνα και άλλο δεν μπορεί
 τότε θέλει βοήθεια τότε θέλει ζωή
κι όταν θα έρθει η ώρα
και άλλο δε θα ζει
αν δεν έχεις κάνει το χρέος σου
θα καίγεται η ψυχή σου

Η μάνα είναι κρύο νερό και στο ποτήρι δεν μπαίνει
σαν τη μάνα δε γίνεται σαν τη μάνα δεν υπάρχει
Η  μάνα είναι βράχος, η μάνα είναι βουνό
στη δύσκολη σου ώρα μανούλα μου θα φωνάζεις
η μάνα είναι το στήριγμα, της χαράς το κλαδί
η δικιά της αγάπη δε βρίσκεται στη γη.
Θα περάσουνε τα χρόνια, θα γεράσουμε κι εμείς
Αυτά είναι με τη σειρά και δε θα γλιτώσει κανείς
Και πρέπει να ξέρουμε σ΄ αυτή τη ζωή
Ότι χωρίς της μάνας την ευχή
Κανείς δε βλέπει προκοπή.    
 Σας ευχαριστώ πολύ και πάλι Χρόνια Πολλά σε σας και στις οικογένειες σας.
Να είστε γερές και δυνατές.