Η σημασία της οργανικής ουσίας για την διατήρηση της γονιμότητας των εδαφών δεν αποτελεί σημερινή διαπίστωση αλλά ανάγεται στους αρχαίους πολιτισμούς.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι επειδή στην αρχαία Ελλάδα εφαρμοζόταν η μονοκαλλιέργεια οι αρχαίοι Έλληνες αναμίγνυαν την ιλύ με τέλματα και άγρια χόρτα που προέρχονταν από τα σκαλίσματα, χρησιμοποιούσαν τα σκουπίδια και τα απορρίματα των βυρσοδεψείων στα καρποφόρα δένδρα και τα χλωρά λιπάσματα, δηλαδή χόρτα των αγρών τα οποία θάβονταν με τα εαρινά κυρίως οργώματα. (Δ. Στυλιανίδης, Θ. Σωτηρόπουλος, Η λίπανση των εδαφών και των καλλιεργειών στην αρχαία Ελλάδα)
Η οργανική ουσία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το σύνολο των υπολειμμάτων που παράγονται κάτω από διάφορες μορφές από τους ζωντανούς οργανισμούς, ανώτερους και κατώτερους, ζωικούς ή φυτικούς, οι οποίοι όταν φθάσουν στο έδαφος υφίστανται πάσης φύσεως μεταβολές επαναφέροντας τα στοιχεία που τις συνθέτουν στις πιο σταθερές μορφές τους. Αποτέλεσμα των μεταβολών αυτών (μικροβιακού – φυσικοχημικού τύπου) είναι ο σχηματισμός ενώσεων γνωστές με το όνομα χούμος. Οι ενώσεις αυτές παρουσιάζουν μεγάλη σταθερότητα. Αποτελούνται από μεγάλα οργανικά μόρια που περιέχουν χουμικά και φουλβικά οξέα. Οι ουσίες αυτές αντιπροσωπεύουν την πιο σταθερή μορφή της οργανικής ουσίας του εδάφους και επίσης εκείνη που επιτελεί τις σημαντικότερες λειτουργίες του.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι λόγω της συμβολής τους στην σταθερότητα αποδεσμεύουν σταδιακά μέρος της οργανικής ουσίας του εδάφους, προστατεύοντας τα στοιχεία που την αποτελούν από μια γρήγορη αποδιοργάνωση-απώλεια λόγω έκπλυσης και εξάχνωσης των αεριούχων ενώσεων.
Η σύνθεση τους επιτρέπει απορρόφηση σημαντικών ποσοτήτων νερού παραμένοντας ταυτόχρονα αδιάλυτα. Χάρη στα ιονικά και μη ιονικά φορτία μπορούν να απορροφήσουν στοιχεία από κυκλοφοριακό εδαφικό διάλυμα και να τα ανταλλάξουν με άλλα όπως τα σωματίδια της αργίλλου. Με την λειτουργία της απορρόφησης – ανταλλαγής συμβάλλουν στην ιονική ισορροπία και συνεπώς στην ισόρροπη θρέψη των φυτών.
Οι χουμικές ουσίες χαρακτηρίζονται από την βραδεία αποδέσμευση του αζώτου, καθιστούν τον φώσφορο διαθέσιμο για τα φυτά αφού τον προστατεύουν από φαινόμενα αδιαλυτότητας, διευκολύνουν την απορρόφηση των ιχνοστοιχείων και εμποδίζουν τις μεταβολές του ρΗ του εδάφους.
Ένα τυπικό παράδειγμα της βιολογικής σταθερότητας των χουμικών ενώσεων αποτελεί ο φώσφορος. Είναι γνωστό ότι οι ρίζες των φυτών που καλλιεργούνται σε εδάφη με χαμηλά ποσοστά οργανικής ουσίας παρουσιάζουν δυσκολία στην χρήση (πρόσληψη) του στοιχείου.
Κατά την χουμοποίηση φωσφοχουμικών λιπασμάτων, ο φώσφορος που συνδέεται με το χουμικό οξύ απελευθερώνεται εύκολα και καθίσταται εύκολος στην χρήση από τις ρίζες των φυτών. Αυτό έχει άμεσο οικονομικό αποτέλεσμα αφού μειώνονται οι χορηγούμενες ποσότητες και συνεπώς μειώνεται το κόστος.
Άλλο παράδειγμα αποτελεί ο σίδηρος όπου τα χουμικά οξέα λειτουργούν σαν χηλικά και σπάζουν τους δεσμούς που τον ενώνουν με τον φώσφορο, καθιστώντας διαθέσιμα τα ιόντα του μολονότι αδιάλυτα.
Σχετικά με το Κάλλιο αυξάνουν την διαθεσιμότητα του αλλά και την αποτελεσματικότητα του κατά τρόπο συνεχή και αργό.
Λόγω της μεγάλης ικανότητάς τους να συγκρατούν νερό βοηθούν στην αποφυγή σχηματισμού επιφανειακής κρούστας στα πηλώδη εδάφη και του σχισίματος στα αργιλώδη (συστολή και διόγκωση αργιλωδών εδαφών). Στα αμμώδη είναι προφανές ότι τα χουμικά οξέα δημιουργούν καλύτερες συνθήκες συγκράτησης του νερού.
Επί πλέον τα χουμικά οξέα όταν βρίσκονται σε επαρκείς ποσότητες στο έδαφος εξασφαλίζουν την μικροχλωριδική δραστηριότητα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι αυτή με την σειρά της συμπιέζει την παρασιτική μικροπανιδική δραστηριότητα, περιορίζοντας τα μολύσματα από παθογόνους οργανισμούς αυξάνοντας έτσι την αντίσταση των φυτών.
Αυτό που όλοι πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι όταν απουσιάζει το οργανικό υλικό πάνω στο οποίο αναπτύσσονται ορισμένα είδη μικροοργανισμών, κυρίως σαπροφυτικοί, μετατρέπονται σε παρασιτικοί και προσβάλλουν τους ιστούς.
Ιωάννης Σταθακόπουλος
Γεωπόνος ΑΠΘ – M.sc. Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης