«Ανοίγει», σε λίγες μέρες, «η σεζόν» για τα προβλήματα της Τάφρου 66 καθώς ξεκινά η περίοδος μεταποίησης των φρούτων, που παράγει η περιοχή της Ημαθίας και της Πέλλας, από τις βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο.
Και φέτος, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, λύματα των βιομηχανιών αναμένεται να καταλήξουν στην τάφρο, ένα αποστραγγιστικό κανάλι που φτιάχτηκε το 1935 για την αντιπλημμυρική προστασία του κάμπου της Βέροιας, ωστόσο σήμερα δέχεται μεγάλες ποσότητες ρύπων και από την έντονη αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα αλλά και τα ακατέργαστα λύματα των οικισμών.
Και φέτος, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, λύματα των βιομηχανιών αναμένεται να καταλήξουν στην τάφρο, ένα αποστραγγιστικό κανάλι που φτιάχτηκε το 1935 για την αντιπλημμυρική προστασία του κάμπου της Βέροιας, ωστόσο σήμερα δέχεται μεγάλες ποσότητες ρύπων και από την έντονη αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα αλλά και τα ακατέργαστα λύματα των οικισμών.
Οι επιστήμονες, μάλιστα, υπολογίζουν ότι το ρυπαντικό φορτίο που καταλήγει εκεί αντιστοιχεί σε μια πόλη εξακοσίων χιλιάδων κατοίκων! «Η Τάφρος 66 θεωρείται, μαζί με τη Λίμνη Κορώνεια, από τους περισσότερο ρυπασμένους υδάτινους αποδέκτες της περιοχής της Κεντρικής Μακεδονίας» σημειώνει στο ΑΜΠΕ ο καθηγητής χημικής και περιβαλλοντικής τεχνολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Αναστάσιος Ζουμπούλης.
Σε πρόσφατη μάλιστα ομιλία του στη Βέροια, επικαλέστηκε πρόσφατη έρευνα της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας που καταλογίζει αδιαφορία στους εμπλεκόμενους.
Συγκεκριμένα ανέφερε ότι από όλους όσους ρίχνουν λύματα και απόβλητα (33 πηγές –Βιομηχανίες, Δήμους, ΔΕΥΑ), μόνον οι 13 απάντησαν και έδωσαν σχετικά στοιχεία για τη διαχείριση των αποβλήτων (και για τη λυματολάσπη που παράγεται από τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας των υγρών).
«Το πρόβλημα είναι εντονότερο την περίοδο της μεταποίησης που ξεκινάει από τα τέλη Ιουνίου και διαρκεί μέχρι τα τέλη Αυγούστου» εξηγεί, από την πλευρά του, ο αντιπεριφερειάρχης Ημαθίας, Κώστας Καραπαναγιωτίδης και διευκρινίζει με νόημα: «αν λειτουργούσαν τέλεια οι βιολογικοί καθαρισμοί που έχουν οι βιομηχανίες, δεν θα υπήρχε πρόβλημα».
Αναλύοντας τις αιτίες του προβλήματος ο κ. Ζουμπούλης τονίζει ότι το ρυπαντικό φορτίο προέρχεται από την έντονη γεωργική δραστηριότητα της περιοχής (φυτοφάρμακα, λιπάσματα κτλ.), τις διάφορες βιομηχανίες και βιοτεχνίες (π.χ. κονσερβοποιεία και γενικότερα γεωργικής/αγροτικής μεταποίησης, μαρμάρου κτλ.), κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, τους ποταμούς Τριπόταμο και Αραπίτσα, που διασχίζουν αντίστοιχα τη Βέροια και τη Νάουσα αλλά και τα ακατέργαστα λύματα από τους οικισμούς της περιοχής, όταν δεν συνδέονται με κεντρικά αποχετευτικά δίκτυα και με βιολογικούς καθαρισμούς.
Μάλιστα παρ όλα αυτά τα προβλήματα, τα νερά της τάφρου χρησιμοποιούνται για άρδευση παρακείμενων γεωργικών περιοχών, με αποτέλεσμα (σε συνδυασμό και με περιόδους λειψυδρίας) να μην υπάρχει ουσιαστικά ροή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Λιγότερο νερό σημαίνει λιγότερο οξυγόνο, νεκρά ψάρια και έντονη δυσοσμία.
«Τα προβλήματα αυτά είναι γνωστά στους φορείς της περιοχής.
Η αντιπεριφέρεια επιβάλλει πρόστιμα, το ΤΕΕ έχει εκφράσει θέσεις και προτάσεις για τη λύση του προβλήματος, οι Οικολογικές Ομάδες έχουν κινητοποιηθεί, έχουν γίνει πολλές συσκέψεις με τους εμπλεκόμενους φορείς και έχει αποφασιστεί (πρόσφατα) η λήψη μέτρων σε πολλά επίπεδα: βραχυ-(έλεγχος), μεσο-(μελέτη) και μακρο-πρόθεσμα (κατασκευή τεχνικών έργων).
Δυστυχώς, λόγω κρίσης πιστεύω ότι τα μέτρα που προτάθηκαν, δεν υλοποιήθηκαν τελικά» εκτιμά ο καθηγητής του ΑΠΘ.
«Πρέπει και οι βιομήχανοι να καταλάβουν ότι οι βιομηχανικοί καθαρισμοί πρέπει να λειτουργούν αλλά και οι δήμοι να μην ρίχνουν λύματα» σημειώνει ο κ. Καραπαναγιωτίδης και εκτιμά ότι το πρόβλημα θα λυνόταν αν καθάριζε η τάφρος, τόσο από φερτά υλικά όσο και από οποιοδήποτε άλλο ρυπαντικό φορτίο.
Ο ίδιος όμως σημειώνει ότι και στην περίπτωση αυτή εκδηλώνονται διαμαρτυρίες από ορνιθολόγους και οικολόγους ενώ σχολιάζει ότι εν μέσω οικονομικής κρίσης είναι δύσκολο να βρεθούν και τα απαραίτητα κονδύλια.
Από την πλευρά του ο κ. Ζουμπούλης προτείνει, μεταξύ άλλων, συνεχείς ελέγχους των εποχιακών εργοστασίων, τακτικές δειγματοληψίες και αναλύσεις όλων των εκροών που καταλήγουν στην τάφρο, στελέχωση με εξειδικευμένο προσωπικό των αντίστοιχων υπηρεσιών και συχνό καθαρισμό της τάφρου.
Υπογραμμίζει ακόμη πως επιβάλλεται η αυστηροποίηση στην επιβολή προστίμων για όσους αποδειχτεί ότι ρυπαίνουν, η δημιουργία Φορέα Διαχείρισης (όχι μόνον της Τ66), αλλά όλης της Λεκάνης Απορροής, η επέκταση του Μητρώου περιβαλλοντικής επίδοσης για όλες τις επιχειρήσεις, που ρίχνουν απόβλητα στη Τ66 και η κινητοποίηση των τοπικών φορέων που υφίστανται το πρόβλημα της ρύπανσης.
Σε πρόσφατη μάλιστα ομιλία του στη Βέροια, επικαλέστηκε πρόσφατη έρευνα της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας που καταλογίζει αδιαφορία στους εμπλεκόμενους.
Συγκεκριμένα ανέφερε ότι από όλους όσους ρίχνουν λύματα και απόβλητα (33 πηγές –Βιομηχανίες, Δήμους, ΔΕΥΑ), μόνον οι 13 απάντησαν και έδωσαν σχετικά στοιχεία για τη διαχείριση των αποβλήτων (και για τη λυματολάσπη που παράγεται από τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας των υγρών).
«Το πρόβλημα είναι εντονότερο την περίοδο της μεταποίησης που ξεκινάει από τα τέλη Ιουνίου και διαρκεί μέχρι τα τέλη Αυγούστου» εξηγεί, από την πλευρά του, ο αντιπεριφερειάρχης Ημαθίας, Κώστας Καραπαναγιωτίδης και διευκρινίζει με νόημα: «αν λειτουργούσαν τέλεια οι βιολογικοί καθαρισμοί που έχουν οι βιομηχανίες, δεν θα υπήρχε πρόβλημα».
Αναλύοντας τις αιτίες του προβλήματος ο κ. Ζουμπούλης τονίζει ότι το ρυπαντικό φορτίο προέρχεται από την έντονη γεωργική δραστηριότητα της περιοχής (φυτοφάρμακα, λιπάσματα κτλ.), τις διάφορες βιομηχανίες και βιοτεχνίες (π.χ. κονσερβοποιεία και γενικότερα γεωργικής/αγροτικής μεταποίησης, μαρμάρου κτλ.), κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, τους ποταμούς Τριπόταμο και Αραπίτσα, που διασχίζουν αντίστοιχα τη Βέροια και τη Νάουσα αλλά και τα ακατέργαστα λύματα από τους οικισμούς της περιοχής, όταν δεν συνδέονται με κεντρικά αποχετευτικά δίκτυα και με βιολογικούς καθαρισμούς.
Μάλιστα παρ όλα αυτά τα προβλήματα, τα νερά της τάφρου χρησιμοποιούνται για άρδευση παρακείμενων γεωργικών περιοχών, με αποτέλεσμα (σε συνδυασμό και με περιόδους λειψυδρίας) να μην υπάρχει ουσιαστικά ροή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Λιγότερο νερό σημαίνει λιγότερο οξυγόνο, νεκρά ψάρια και έντονη δυσοσμία.
«Τα προβλήματα αυτά είναι γνωστά στους φορείς της περιοχής.
Η αντιπεριφέρεια επιβάλλει πρόστιμα, το ΤΕΕ έχει εκφράσει θέσεις και προτάσεις για τη λύση του προβλήματος, οι Οικολογικές Ομάδες έχουν κινητοποιηθεί, έχουν γίνει πολλές συσκέψεις με τους εμπλεκόμενους φορείς και έχει αποφασιστεί (πρόσφατα) η λήψη μέτρων σε πολλά επίπεδα: βραχυ-(έλεγχος), μεσο-(μελέτη) και μακρο-πρόθεσμα (κατασκευή τεχνικών έργων).
Δυστυχώς, λόγω κρίσης πιστεύω ότι τα μέτρα που προτάθηκαν, δεν υλοποιήθηκαν τελικά» εκτιμά ο καθηγητής του ΑΠΘ.
«Πρέπει και οι βιομήχανοι να καταλάβουν ότι οι βιομηχανικοί καθαρισμοί πρέπει να λειτουργούν αλλά και οι δήμοι να μην ρίχνουν λύματα» σημειώνει ο κ. Καραπαναγιωτίδης και εκτιμά ότι το πρόβλημα θα λυνόταν αν καθάριζε η τάφρος, τόσο από φερτά υλικά όσο και από οποιοδήποτε άλλο ρυπαντικό φορτίο.
Ο ίδιος όμως σημειώνει ότι και στην περίπτωση αυτή εκδηλώνονται διαμαρτυρίες από ορνιθολόγους και οικολόγους ενώ σχολιάζει ότι εν μέσω οικονομικής κρίσης είναι δύσκολο να βρεθούν και τα απαραίτητα κονδύλια.
Από την πλευρά του ο κ. Ζουμπούλης προτείνει, μεταξύ άλλων, συνεχείς ελέγχους των εποχιακών εργοστασίων, τακτικές δειγματοληψίες και αναλύσεις όλων των εκροών που καταλήγουν στην τάφρο, στελέχωση με εξειδικευμένο προσωπικό των αντίστοιχων υπηρεσιών και συχνό καθαρισμό της τάφρου.
Υπογραμμίζει ακόμη πως επιβάλλεται η αυστηροποίηση στην επιβολή προστίμων για όσους αποδειχτεί ότι ρυπαίνουν, η δημιουργία Φορέα Διαχείρισης (όχι μόνον της Τ66), αλλά όλης της Λεκάνης Απορροής, η επέκταση του Μητρώου περιβαλλοντικής επίδοσης για όλες τις επιχειρήσεις, που ρίχνουν απόβλητα στη Τ66 και η κινητοποίηση των τοπικών φορέων που υφίστανται το πρόβλημα της ρύπανσης.